Κάθε μέρα προσπαθούσα να πείσω την Ελένη να μας μιλήσει… να μας πει ακόμα και μια λέξη …Ήξερα ότι ήθελε τόσα να πει αλλά τα κρατούσε όλα για εκείνη.
Έφευγα και πήγαινα στο νηπιαγωγείο με αυτή τη σκέψη. Πως μπορώ να την κάνω να νιώσει άνετα; Να μη δείχνει αυτό που θέλει αλλά να το ζητάει με λόγια;
Όλες οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό . Κρατούσε αποστάσεις και από μένα αλλά και από τα υπόλοιπα παιδιά…
Αποφάσισα να μην την πιέσω αλλά να της δίνω διαφορετικά ερεθίσματα και να της αφήσω το χώρο και το χρόνο να εκφράζεται με όποιο τρόπο αποφάσιζε η ίδια.
Η Ελένη δε συμμετείχε καθόλου στις ομαδικές δραστηριότητες παρ΄όλες τις παροτρύνσεις … σαν ένας ισχυρός εγωισμός να την κρατούσε δέσμια. Είχα παρατηρήσει όμως τις προσπάθειες που έκανε στη ζωγραφική.
«Να η ευκαιρία!» σκέφτηκα. Θα της ζητήσω να μου λέει ότι θέλει με μια ζωγραφιά. Με αυτό που της αρέσει περισσότερο από όλα να κάνει , να ζωγραφίζει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη την παίρνω αγκαλιά και της λέω : « Η δική σου ζωγραφιά θα είναι η φωνούλα σου που μου ζητάει αυτό που θέλει. Σύμφωνοι;» Και μου γνέφει καταφατικά.
Για δύο βδομάδες ανταλλάσσαμε ζωγραφιές και είχαμε βρει έναν κώδικα επικοινωνίας που την βόλευε και την έκανε να αισθάνεται άνετα. Ώσπου ένα μεσημέρι λίγο πριν τα παιδιά σχολάσουν , η Ελένη κρατούσε μια ζωγραφιά και ερχόταν διστακτικά προς το μέρος μου.
Μου δίνει το χαρτί της με την πιο μεγάλη κόκκινη καρδιά που έχω δει ποτέ σε ζωγραφιά , κουρνιάζει στην αγκαλιά μου και μου ψιθυρίζει το πιο γλυκό , το πιο ζεστό Σ΄ ΑΓΑΠΩ που είχα ακούσει σε όλη μου τη ζωή…
Δε θυμάμαι αν τότε τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου ήταν χαράς ή συγκίνησης , το μόνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι ήταν τόσο ζεστά όσο και η πρώτη φράση που άκουσα από αυτό το μικρό πλασματάκι με την επιλεκτική αλαλία…